πνιχτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
πνιχτά
- (για ήχο) με τρόπο ώστε να μην ακούγεται
- ↪ έκλαιγε πνιχτά, μη τυχόν και την ακούσουν από το διπλανό δωμάτιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πνιχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πνιχτό, ουδέτερο του πνιχτός