ποδάγρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποδάγρα οι ποδάγρες
      γενική της ποδάγρας
    αιτιατική την ποδάγρα τις ποδάγρες
     κλητική ποδάγρα ποδάγρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδάγρα < (ελληνιστική κοινήποδάγρα με τη σημερινή έννοια < αρχαία ελληνική ποδάγρα (που σήμαινε όμως παγίδα για τα πόδια) < πούς + ἄγρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποδάγρα θηλυκό (ο πληθ. αδόκιμος)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποδάγρ αἱ ποδάγραι
      γενική τῆς ποδάγρᾱς τῶν ποδαγρῶν
      δοτική τῇ ποδάγρ ταῖς ποδάγραις
    αιτιατική τὴν ποδάγρᾱν τὰς ποδάγρᾱς
     κλητική ! ποδάγρ ποδάγραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποδάγρ
γεν-δοτ τοῖν  ποδάγραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδάγρα < πούς + ἀγρέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποδάγρα, -ας θηλυκό

  1. παγίδα για τα πόδια για τη σύλληψη των θηραμάτων
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 6.28 @scaife.perseus
    τί δʼ ἐλάφους ποδάγραις καὶ ἁρπεδόναις;
    ※  1ος↑↓ αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 15.1, 43 @perseus.tufts.edu @wikisource
    Νέαρχος δὲ καὶ ποδάγρας ἐν ταῖς θήραις τίθεσθαι κατά τινας συνδρόμους φησί, συνελαύνεσθαι δʼ ὑπὸ τῶν τιθασῶν τοὺς ἀγρίους εἰς ταύτας, κρειττόνων ὄντων καὶ ἡνιοχουμένων.
  2. (κτηνιατρική) (για σκύλους, βοειδή, άλογα) ασθένεια των ποδιών
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 24 @scaife.perseus
    Τῶν δ’ ἵππων αἱ μὲν φορβάδες ἄνοσοι τῶν ἄλλων ἀρρωστημάτων εἰσὶ πλὴν ποδάγρας, ταύτην δὲ κάμνουσι, καὶ ἐνίοτε ἀποβάλλουσι τὰς ὁπλάς·
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 23 @scaife.perseus
    Οἱ δὲ βόες οἱ ἀγελαῖοι νοσοῦσι δύο νόσους, ὧν τὸ μὲν ποδάγρα τὸ δὲ κραῦρος καλεῖται. Ἐν μὲν οὖν τῇ ποδάγρᾳ τοὺς πόδας οἰδοῦσιν, οὐκ ἀποθνήσκουσι δ’ οὐδὲ τὰς ὁπλὰς ἀποβάλλουσιν·
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 22 @scaife.perseus
    Οἱ δὲ κύνες κάμνουσι νοσήμασι τρισίν· ὀνομάζεται δὲ ταῦτα λύττα, κυνάγχη, ποδάγρα.
  3. (ιατρική) (για ανθρώπους) ποδάγρα
     αντώνυμα: χειράγρα
     συνώνυμα: ποδαλγία, ποδαργία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]