ποδένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποδένω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ποδένω
- φορώ σε κάποιον παπούτσια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποδένω
|
ποδένω
|