ποδαρικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποδαρικό τα ποδαρικά
      γενική του ποδαρικού των ποδαρικών
    αιτιατική το ποδαρικό τα ποδαρικά
     κλητική ποδαρικό ποδαρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδαρικό < ποδάρι + -ικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποδαρικό ουδέτερο

  1. το πρώτο ανθρώπινο πάτημα σε σπίτι ή το μαγαζί, σε καινούρια μέρα, βδομάδα, έτος κ.λπ.
    ποδαρικό κάνουμε πάντα με το δεξί
    πολύ γουρλής αυτός ο άνθρωπος, όπου έκανε ποδαρικό όλα πήγανε κατ' ευχή
  2. (κατ’ επέκταση) η τύχη, καλή ή κακή, που πιστεύεται από το λαό ότι φέρνει ο πρώτος άνθρωπος που μπαίνει στο σπίτι ή το μαγαζί σε καινούρια μέρα, βδομάδα, έτος κ.λπ.
  3. (αρχιτεκτονική) η βάση ενός στύλου ή άλλης κατακόρυφης κατασκευής
    Το γεφύρι αποτελείται από τέσσερις μεγάλες καμάρες και τρεις μικρότερες. Οι καμάρες έχουν διαφορετικές μεταξύ τους διαμέτρους, που του προσδίδουν μια γοητευτική ασυμμετρία. Οι καμάρες στηρίζονται πάνω σε ποδαρικά. Πάνω από τα ποδαρικά υπάρχουν μικρά τοξωτά ανοίγματα στους τοίχους, που ελαφρύνουν το βάρος του γεφυριού και λειτουργούν ως ανακουφιστικές οπές, που επιτρέπουν τη διέλευση από μέσα τους μεγάλης ποσότητας νερού, σε περίπτωση υπερεκχείλισης του ποταμού. (*)
  4. το πόδι ενός επίπλου
  5. εξάρτημα του αργαλειού που πατιέται με το πόδι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]