ποδηλατόδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποδηλατόδρομος < ποδήλατο + δρόμος, κατά το σιδηρόδρομος, αυτοκινητόδρομος, λεωφορειόδρομος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποδηλατόδρομος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποδηλατόδρομος