ποδοβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδοβολώ < πόδι και -βολώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ποδοβολώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]