ποδοκνημικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποδοκνημικός η ποδοκνημική το ποδοκνημικό
      γενική του ποδοκνημικού της ποδοκνημικής του ποδοκνημικού
    αιτιατική τον ποδοκνημικό την ποδοκνημική το ποδοκνημικό
     κλητική ποδοκνημικέ ποδοκνημική ποδοκνημικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποδοκνημικοί οι ποδοκνημικές τα ποδοκνημικά
      γενική των ποδοκνημικών των ποδοκνημικών των ποδοκνημικών
    αιτιατική τους ποδοκνημικούς τις ποδοκνημικές τα ποδοκνημικά
     κλητική ποδοκνημικοί ποδοκνημικές ποδοκνημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδοκνημικός < (καθαρεύουσα) < ποδο- + κνημικός, (μαρτυρείται από το 1836) από τον Δημήτριο Μαυροκορδάτο (όπως στο παρακάτω παράθεμα)

Επίθετο[επεξεργασία]

ποδοκνημικός, -ή, -ό

  • (ανατομία) που αναφέρεται σε όργανο που σχετίζεται με το πόδι και την κνήμη
    ποδοκνημική άρθρωση, ποδοκνημική κλείδωση
    ※  19ος αιώνας Δημήτριος Μαυροκορδάτος, Ανατομία του ανθρωπίνου σώματος, Εν Αθήναις: Εκ της Τυπογραφίας Κ. Ράλλη, 1836, κεφάλαιο Μυολογία, σελ.197
    Σταυρωτός σύνδεσμος· σύγκειται ἐκ τενίνων δεμάτων, ἅτινα συσταυροῦνται περὶ τὴν ποδοκνημικὴν κλείδωσιν.
    άλλες μορφές: ποδοκνημιαίος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]