ποδοκρότημα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποδοκρότημα ουδέτερο
- κρότος που γίνεται με τα πόδια όταν χτυπούν το έδαφος
- (μεταφορικά) αποδοκιμασία που γίνεται φανερή με αυτόν τον τρόπο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποδοκρότημα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ποδοκρότημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας