ποδοκρότημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποδοκρότημα τα ποδοκροτήματα
      γενική του ποδοκροτήματος των ποδοκροτημάτων
    αιτιατική το ποδοκρότημα τα ποδοκροτήματα
     κλητική ποδοκρότημα ποδοκροτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποδοκρότημα < ποδο- + -κρότημα[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ποδοκρότημα ουδέτερο

  1. κρότος που γίνεται με τα πόδια όταν χτυπούν το έδαφος
  2. (μεταφορικά) αποδοκιμασία που γίνεται φανερή με αυτόν τον τρόπο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]