ποδοσφαιρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποδοσφαιρικός < ποδόσφαιρο + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.ðo.sfe.ɾiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /po.ðo.sfe.ɾiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /po.ðo.sfe.ɾiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
ποδοσφαιρικός -ή -ό
- που αναφέρεται στο ποδόσφαιρο
- ποδοσφαιρική ομάδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποδοσφαιρικός
|