ποδόγυρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /poˈðo.ʝi.ɾos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποδόγυρος αρσενικό
- το κάτω μέρος των γυναικείων φουστανιών
- (συνεκδοχικά) το γυναικείο φύλο, η γυναίκα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποδόγυρος
|