ποθούμενο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποθούμενο < από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος ποθώ.

Μετοχή[επεξεργασία]

|}