ποιητάρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ποιητάρη

  1. ποιητάρης, στη γενική του ενικού
  2. ποιητάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. ποιητάρης, στην κλητική του ενικού