ποικίλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποικίλλω < αρχαία ελληνική ποικίλλω
Ρήμα
[επεξεργασία]ποικίλλω
- διαφοροποιούμαι, διαφέρω
- η ιεράρχηση των αξιών ποικίλλει από εποχή σε εποχή
- ποικίλουν οι χαρακτήρες των ανθρώπων, δεν είμαστε όλοι ίδιοι
- (σπάνιο)στολίζω κάτι, το κοσμώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποικίλλω < ποικίλος
Ρήμα
[επεξεργασία]ποικίλλω
- προσφέρω σε κάτι ποικιλία, το αλλάζω
- πολλὰ ποικίλλει χρόνος : ο χρόνος αλλάζει πολλά
- κεντάω με διάφορα χρώματα, δημιουργώ επιδέξια και με τέχνη κάτι, επιμελώς, με διιαίτερη κομψότητα, με λεπτοδουλειά (τον λόγο, ένα ρούχο, ένα δράμα στο θέατρο κ.λπ.,)
- καθιστώ περίπολοκο, δυσκολεύω
- οἳ δὲ τοὺς νόμους ἔθεντο ποικίλλοντες ἀνθρώπων βίον, κλαίειν ἄνωγα
- όσο γι' αυτούς που θέσπισαν νόμους και περιπλέξανε τη ζωή των ανθρώπων, εγώ λέω να πάνε στα τσακίδια (Ευριπίδης)
- οἳ δὲ τοὺς νόμους ἔθεντο ποικίλλοντες ἀνθρώπων βίον, κλαίειν ἄνωγα
- (μεταφορικά) διανθίζω κουραστικά το λόγο κάπως υστερόβουλα, πολυκουράζω το πράγμα, δεν μιλάω ευθέως, τα μασάω, λέω κάτι "απέξω, απ΄έξω", το πάω "γύρω-γύρω"
- ※ οἱ παῖδες ἔξω ἦσαν, ἔδοξέ μοι χρῆναι μηδέν ποικίλλειν πρός αὐτόν, ἀλλ᾽ ἐλευθέρως εἰπεῖν ἅ μοι ἐδόκει: καὶ εἶπον... ἐμοῦ ἐραστὴς ἄξιος γεγονέναι μόνος
- οι υπηρέτες είχν φύγει και σκέφτηκα να μην μιλήσω με περιστροφές και να του πω ελεύθερα εκείνα που ήθελα: και είπα...ήσουν ο πιο άξιος εραστής που είχα (Πλάτων, Συμπόσιο)
- ※ οἱ παῖδες ἔξω ἦσαν, ἔδοξέ μοι χρῆναι μηδέν ποικίλλειν πρός αὐτόν, ἀλλ᾽ ἐλευθέρως εἰπεῖν ἅ μοι ἐδόκει: καὶ εἶπον... ἐμοῦ ἐραστὴς ἄξιος γεγονέναι μόνος
- (μεταφορικά) είμαι γεμάτος ποικιλία, έχω πολλά διαφοροποιημένα στοιχεία, αφήνω όλα τα λουλούδια να ανθίσουν σε πολιτικό επίπεδο,
- ※ καλλίστη αὕτη τῶν πολιτειῶν εἶναι: ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον, οὕτω καὶ αὕτη πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη καλλίστη ἂν φαίνοιτο.
- αυτή είναι η πιο όμορφη πολιτεία: που σαν φορεσιά πολύχρωμη, στολισμένη με όλες τις αποχρώσεις των λουλουδιών, έτσι κι αυτή, στολισμένη με όλων των λογιών τους χαρακτήρες, θα φαντάζει η πιο όμορφη (Πλάτωνας)
- ※ καλλίστη αὕτη τῶν πολιτειῶν εἶναι: ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον, οὕτω καὶ αὕτη πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη καλλίστη ἂν φαίνοιτο.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ποικίλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποικίλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)