ποικίλτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποικίλτρια οι ποικίλτριες
      γενική της ποικίλτριας των ποικιλτριών
    αιτιατική την ποικίλτρια τις ποικίλτριες
     κλητική ποικίλτρια ποικίλτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποικίλτρια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ποικίλτρια < ποικιλ(τής) + -τρια, < ποικίλλω > ποικίλος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piˈcil.tɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποι‐κιλ‐τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποικίλτρια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κεντητής

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποικίλτρι αἱ ποικίλτριαι
      γενική τῆς ποικιλτρίᾱς τῶν ποικιλτριῶν
      δοτική τῇ ποικιλτρί ταῖς ποικιλτρίαις
    αιτιατική τὴν ποικίλτριᾰν τὰς ποικιλτρίᾱς
     κλητική ! ποικίλτρι ποικίλτριαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποικιλτρί
γεν-δοτ τοῖν  ποικιλτρίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποικίλτρια (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ποικιλ(τής) + -τρια < ποικίλ(λω) + -τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποικίλτρια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]