ποιμαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποιμαίνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ποιμαίνω < αρχαία σημασία βόσκω [1] < ποιμήν

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piˈme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποι‐μέ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

ποιμαίνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ποιμένας και ποιμήν

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]