ποιμαντορικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποιμαντορικός < ποιμαντορία + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ποιμαντορικός
- που έχει σχέση με την ποιμαντορία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ποιμαντορία και ποιμένας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποιμαντορικός
|
|