ποιμενικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποιμενικό τα ποιμενικά
      γενική του ποιμενικού των ποιμενικών
    αιτιατική το ποιμενικό τα ποιμενικά
     κλητική ποιμενικό ποιμενικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποιμενικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ποιμενικός < ελληνιστική κοινή ποιμενικός < αρχαία ελληνική ποιμήν ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pastoral[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική pastorella)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.me.niˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποι‐με‐νι‐κό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποιμενικό ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ποιμενικό