ποιμενισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
- ποιμενισμός < ποιμήν, ποιμέν(ος) + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποιμενισμός αρσενικό
- τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από τη μετακίνηση, όπως στην εποχιακή μετακίνση των κοπαδιών, στην ποιμενική ζωή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ποιμενικός
- → και δείτε τις λέξεις ποιμένας και ποίμνιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποιμενισμός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.