ποινικολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ποινικολόγος οι ποινικολόγοι
      γενική του/της ποινικολόγου των ποινικολόγων
    αιτιατική τον/την ποινικολόγο τους/τις ποινικολόγους
     κλητική ποινικολόγε ποινικολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποινικολόγος < πονικ(ός) + -ο- + -λόγος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική criminologiste
Η λέξη μαρτυρείται από το 1863

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.ni.koˈlo.ɣos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποινικολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (νομικός όρος, επάγγελμα) νομικός που έχει ειδικευτεί στο Ποινικό Δίκαιο και την εγκληματολογία
  2. (νομικός όρος, επάγγελμα) δικηγόρος που αναλαμβάνει ποινικές υποθέσεις
    για τόσο σοβαρό έγκλημα σου συνιστώ να μην συμβουλευτείς έναν απλό δικηγόρο αλλά έναν ποινικολόγο

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]