πολίτευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πολίτευμα | πολιτεύματα |
γενική | πολιτεύματος | πολιτευμάτων |
αιτιατική | πολίτευμα | πολιτεύματα |
κλητική | πολίτευμα | πολιτεύματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολίτευμα < αρχ. πολίτευμα < πολιτεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολίτευμα ουδέτερο
- πολιτειακό καθεστώς
- (νομ) το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την άσκηση της πολιτικής εξουσίας σ' ένα κράτος