πολεμίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολεμίστρια < αρχαία ελληνική πολεμίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολεμίστρια θηλυκό
- θηλυκό του πολεμιστής
Δείτε επίσης : πολεμίστρα |
πολεμίστρια θηλυκό