πολεμητέος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολεμητέος < πολεμέω

Επίθετο[επεξεργασία]

πολεμητέος, -έα, -έον

  • αρχαιότερη λέξη που σήμαινε "πρέπει να πολεμήσουμε"


Συγγενικά[επεξεργασία]