πολεμικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πολεμικό | τα | πολεμικά |
γενική | του | πολεμικού | των | πολεμικών |
αιτιατική | το | πολεμικό | τα | πολεμικά |
κλητική | πολεμικό | πολεμικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολεμικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολεμικός < αρχαία ελληνική πολεμικός < πόλεμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολεμικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολεμικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πολεμικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)