πολεμικότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολεμικότης αἱ πολεμικότητες
      γενική τῆς πολεμικότητος τῶν πολεμικοτήτων
      δοτική τῇ πολεμικότητι ταῖς πολεμικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν πολεμικότητα τὰς πολεμικότητᾰς
     κλητική ! πολεμικότης πολεμικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολεμικότης < πολεμικ(ός)- + -ότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολεμικότης θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]