πολεμόσημο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πολεμόσημο | τα | πολεμόσημα |
γενική | του | πολεμόσημου & πολεμοσήμου |
των | πολεμόσημων & πολεμοσήμων |
αιτιατική | το | πολεμόσημο | τα | πολεμόσημα |
κλητική | πολεμόσημο | πολεμόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολεμόσημο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολεμόσημο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολεμόσημο
|