πολεοδόμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολεοδόμηση < από το ουσιαστικό πολεοδόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολεοδόμηση θηλυκό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολεοδόμηση