πολιορκητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολιορκητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πολιορκητικός, -ή, -ό
- που χρησιμεύει σε πολιορκία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολιορκητικός
|