πολιορκούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολιορκούμαι, παθητική φωνή του πολιορκώ

Ρήμα[επεξεργασία]

πολιορκούμαι

→ δείτε τη λέξη πολιορκώ