πολιτειοκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολιτειοκρατικός < πολιτεί(α) + -ο- + κρατικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πολιτειοκρατικός
- που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιτειοκρατία
- που είναι υπέρμαχος της πολιτειοκρατίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολιτειοκρατικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πολιτειοκρατικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)