πολιτευτεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πολιτευτεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πολιτεύομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολιτεύομαι
- θα πολιτευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολιτεύομαι