πολιτικοοικονομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολιτικοοικονομικός < πολιτικ(ός) + -ο- + οικονομικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πολιτικοοικονομικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολιτικοοικονομικός
|