πολιτικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολιτικοποίηση | οι | πολιτικοποιήσεις |
γενική | της | πολιτικοποίησης | των | πολιτικοποιήσεων |
αιτιατική | την | πολιτικοποίηση | τις | πολιτικοποιήσεις |
κλητική | πολιτικοποίηση | πολιτικοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολιτικοποίηση < (πολιτικοποιώ) πολιτικοποιη- + -ση. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε πολιτικ(ή) + -ο- + -ποίηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολιτικοποίηση θηλυκό
- (πολιτική) το ενδιαφέρον και η ενασχόληση με τα πολιτικά δρώμενα, την πολιτική ζωή γενικότερα (όχι όμως κομματικοποίηση)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις πολίτης, πόλη και ποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολιτικοποίηση
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πολιτικοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας