πολιτισμικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτισμικός η πολιτισμική το πολιτισμικό
      γενική του πολιτισμικού της πολιτισμικής του πολιτισμικού
    αιτιατική τον πολιτισμικό την πολιτισμική το πολιτισμικό
     κλητική πολιτισμικέ πολιτισμική πολιτισμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτισμικοί οι πολιτισμικές τα πολιτισμικά
      γενική των πολιτισμικών των πολιτισμικών των πολιτισμικών
    αιτιατική τους πολιτισμικούς τις πολιτισμικές τα πολιτισμικά
     κλητική πολιτισμικοί πολιτισμικές πολιτισμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολιτισμικός < πολιτισ(μός) + -τικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική culturel ή την αγγλική cultural.[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.li.ti.zmiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λι‐τι‐σμι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

πολιτισμικός, -ή, -ό

  • που ανήκει ή αναφέρεται σε όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνει ένας πολιτισμός (γλώσσα, τέχνες, παιδεία, επιστήμη, θεσμοί, τεχνολογία κ.α.).

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]