πολλαπλάσιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολλαπλάσιο < πολλαπλάσιος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /po.laˈpla.si.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πολ‐λα‐πλά‐σι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολλαπλάσιο ουδέτερο
- το γινόμενο οποιασδήποτε ποσότητας και ενός ακέραιου αριθμού