πολληώρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολληώρα, σύνθετη λέξη < πολλή + ώρα

Επίρρημα[επεξεργασία]

τα πολληώρα χρονικό επίρρημα

  • πριν λίγο
Κι εγώ, τι είμαι; Ε;... Δεν είμαι μπάρμπας σου; Τι είπαμε τα πολληώρα; Το ξέχασες κιόλα;

(Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ'άστρα, σελίδα 24, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1999)

Συνώνυμα[επεξεργασία]