πολτοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολτοποίηση | οι | πολτοποιήσεις |
γενική | της | πολτοποίησης* | των | πολτοποιήσεων |
αιτιατική | την | πολτοποίηση | τις | πολτοποιήσεις |
κλητική | πολτοποίηση | πολτοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολτοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολτοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πολτοποιώ, η μετατροπή σε πολτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολτοποίηση
|