πολτοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολτοποιούμαι, παθητική φωνή του πολτοποιώ
Ρήμα[επεξεργασία]
πολτοποιούμαι
- → δείτε τη λέξη πολτοποιώ
πολτοποιούμαι