πολυαμίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυαμίνη < πολυ- + αμίνη (αντιδάνειο) αγγλική polyamine
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυαμίνη θηλυκό
- (χημεία): οποιαδήποτε χημική ένωση στο μόριο της οποίας υφίστανται πολλές αμινομάδες
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυαμίνη