πολυαναπηρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυαναπηρία οι πολυαναπηρίες
      γενική της πολυαναπηρίας των πολυαναπηριών
    αιτιατική την πολυαναπηρία τις πολυαναπηρίες
     κλητική πολυαναπηρία πολυαναπηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυαναπηρία < πολυ- + αναπηρία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.li.a.na.piˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐α‐να‐πη‐ρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυαναπηρία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr