πολυβινυλοπυρρολιδόνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυβινυλοπυρρολιδόνη οι πολυβινυλοπυρρολιδόνες
      γενική της πολυβινυλοπυρρολιδόνης των πολυβινυλοπυρρολιδονών
    αιτιατική την πολυβινυλοπυρρολιδόνη τις πολυβινυλοπυρρολιδόνες
     κλητική πολυβινυλοπυρρολιδόνη πολυβινυλοπυρρολιδόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυβινυλοπυρρολιδόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyvinylpyrrolidone < poly- + vinyl + pyrrolidone < αρχαία ελληνική πολύς + λατινική vinum + αρχαία ελληνική ὕλη + πυρρός < πῦρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυβινυλοπυρρολιδόνη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]