πολυβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυβολώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

πολυβολώ

  1. πυροβολώ με πολυβόλο
  2. (μεταφορικά) ταλαιπωρώ κάποιον μιλώντας του ακατάπαυστα, θέτοντάς του πληθώρα ερωτήσεων ή κάνοντας πολλές παρατηρήσεις πάνω σε κάποιο θέμα


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]