πολυβολώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυβολώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
πολυβολώ
- πυροβολώ με πολυβόλο
- (μεταφορικά) ταλαιπωρώ κάποιον μιλώντας του ακατάπαυστα, θέτοντάς του πληθώρα ερωτήσεων ή κάνοντας πολλές παρατηρήσεις πάνω σε κάποιο θέμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυβολώ
|