πολυγένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυγένεση οι πολυγενέσεις
      γενική της πολυγένεσης* των πολυγενέσεων
    αιτιατική την πολυγένεση τις πολυγενέσεις
     κλητική πολυγένεση πολυγενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολυγενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυγένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polygenesis < αρχαία ελληνική πολύς + γένεσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυγένεση θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]