πολυγονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυγονία < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυγονία θηλυκό
- το να έχει κανείς πολλούς απογόνους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυγονία
|