πολυγράμματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυγράμματος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυγράμματος, -η, -ο
- που αποτελείται από πολλά γράμματα
- που έχει μελετήσει πολλά πράγματα
- (μεταφορικά) που θέλει να εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του, που θέλει να « κάνει τον έξυπνο »
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυγράμματος
|