πολυγράμματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυγράμματος η πολυγράμματη το πολυγράμματο
      γενική του πολυγράμματου της πολυγράμματης του πολυγράμματου
    αιτιατική τον πολυγράμματο την πολυγράμματη το πολυγράμματο
     κλητική πολυγράμματε πολυγράμματη πολυγράμματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυγράμματοι οι πολυγράμματες τα πολυγράμματα
      γενική των πολυγράμματων των πολυγράμματων των πολυγράμματων
    αιτιατική τους πολυγράμματους τις πολυγράμματες τα πολυγράμματα
     κλητική πολυγράμματοι πολυγράμματες πολυγράμματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυγράμματος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

πολυγράμματος, -η, -ο

  1. που αποτελείται από πολλά γράμματα
  2. που έχει μελετήσει πολλά πράγματα
  3. (μεταφορικά) που θέλει να εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του, που θέλει να « κάνει τον έξυπνο »

Μεταφράσεις[επεξεργασία]