πολυδιάστατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυδιάστατος < πολυ- + διάστα(ση) + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]πολυδιάστατος, -η, -ο
- που έχει πολλές διαστάσεις
- (μεταφορικά) που αφορά πολλά επίπεδα ενός γνωστικού πεδίου ή θέματος
- (μαθηματικά) αυτός που έχει περισσότερες από δύο διαστάσεις
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]- πολυδιάστατα (επίρρημα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυδιάστατος