πολυδύναμο εμβόλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυδύναμο εμβόλιο < → δείτε τις λέξεις πολυδύναμος και εμβόλιο
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πολυδύναμο εμβόλιο ουδέτερο
- (ιατρική) συνώνυμο του πολλαπλό εμβόλιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυδύναμο εμβόλιο
|