πολυεδρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυεδρικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με πολύεδρο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό ή έχει τη μορφή του
- (μεταφορικά) πολύπλευρος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυεδρικός
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυεδρικός, -ή, -ο
- (πολιτική) (για εκλογική περιφέρεια) που έχει περισσότερες από μία έδρες, που εκλέγει περισσότερους από έναν βουλευτές
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυεδρικός
|