πολυεθνική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυεθνική θηλυκό
- η πολυεθνική εταιρεία, η εταιρεία που έχει παραρτήματα σε πολλές χώρες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυεθνική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πολυεθνική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πολυεθνικός