πολυθρύλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυθρύλητος, -η, -ο
- που εγκωμιάζεται από πολλούς, του οποίου η ανάμνηση παραμένει ζωντανή και παρουσιάζεται σαν παράδειγμα για τους άλλους
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυθρύλητος