πολυθόρυβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυθόρυβος, -η, -ο
- που έχει πολύ θόρυβο
- πολυθόρυβη αίθουσα
- που προκαλεί πολύ θόρυβο
- πολυθόρυβο μοτέρ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυθόρυβος
|